ξέκοσμος

ξέκοσμος
-η, -ο
1. (για τόπο) απόκεντρος, απόμερος
2. (για πρόσ.) απομακρυσμένος από τον κόσμο, απόκοσμος.
επίρρ...
ξέκοσμα
απόμερα, απόκοσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + κόσμος (πρβλ. από-κοσμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”